ξεροκοκκίνισμα

ξεροκοκκίνισμα
το, -ατος
το κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή: Τα ξεροκοκκινίσματα δεν τα ξέρει η προσωπίδα του, είναι αδιάντροπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεροκοκκίνισμα — το [ξεροκοκκινίζω] το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”